κατεστηριγμένος

κατεστηριγμένος
κατά-στηρίζω
make fast
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταστηρίζω — (Α) 1. στηρίζω πάνω σε κάτι, στερεώνω 2. δοκιμάζω 3. αποδεικνύω 4. (για νόσους) ενσκήπτω, πέφτω σε κάποιο μέρος και μένω εκεί, ενδημώ, κατασκήπτω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστηριγμένος, η, ον ασφαλώς στηριγμένος, καλά στερεωμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”